- αμουσία
- η (Α ἀμουσία) [ἄμουσος]νεοελλ.έλλειψη μουσικού αισθήματος, αφιλομουσίααρχ.1. έλλειψη παιδείας, καλλιέργειας, απαιδευσία, αμορφωσιά2. έλλειψη μουσικής αρμονίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμουσία — ἀμουσίᾱ , ἀμουσία want of education fem nom/voc/acc dual ἀμουσίᾱ , ἀμουσία want of education fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμουσίᾳ — ἀμουσίαι , ἀμουσία want of education fem nom/voc pl ἀμουσίᾱͅ , ἀμουσία want of education fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμουσία — η απαιδευσία, ακαλαισθησία: Ήταν σ όλους γνωστός για την αμουσία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμουσίας — ἀμουσίᾱς , ἀμουσία want of education fem acc pl ἀμουσίᾱς , ἀμουσία want of education fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμουσίαν — ἀμουσίᾱν , ἀμουσία want of education fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμουσίη — ἀμουσία want of education fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Амузия — Амузия (от др. греч. ἀμουσία непричастность музам) утрата способности понимать или исполнять музыку, писать и читать ноты, возникающее при поражении височных отделов коры правого полушария (у правшей) за счет нарушения… … Википедия
άμουσος — η, ο (AM ἄμουσος, ον) αυτός που δεν έχει μουσικό αίσθημα, ο αφιλόμουσος αρχ. 1. ο δίχως αίσθηση ή αγάπη για τις τέχνες, απαίδευτος, αμόρφωτος, άξεστος 2. αγενής, άσεμνος, χυδαίος 3. (για ήχους) ο μη αρμονικός, ο παράφωνος 4. (απρόσωπη φράση)… … Dictionary of Greek
αλεξία — Μορφή αφασίας, κατά την οποία παρατηρείται αδυναμία ανάγνωσης και προφορικής έκφρασης λέξεων. Ονομάζεται και λεκτική τύφλωση και μπορεί να είναι μερική ή ολική, να συνδέεται δηλαδή με ορισμένα ή με όλα τα γράμματα. Η α. οφείλεται σε οργανικές… … Dictionary of Greek
αμουσότητα — η (Μ ἀμουσότης) [ἄμουσος] η αμουσία … Dictionary of Greek